- λεγένι
- το-ιού (λ. τουρκ.), λεκάνη για το πλύσιμο του προσώπου και των χεριών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεγένι — το 1. η λεκάνη για νίψιμο, η λεκάνη τού νιπτήρα 2. παροιμ. «φτύνει σε χρυσό λεγένι» είναι πλούσιος, αλλά και άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leğen πιθ. < λεκάνη] … Dictionary of Greek
lighean — LIGHEÁN, lighene, s.n. Vas de metal, de porţelan etc. larg şi puţin adânc, întrebuinţat la spălatul corpului, al vaselor, al rufelor etc. ♦ Conţinutul unui asemenea vas. – Din tc. liğen, legen. Trimis de LauraGellner, 12.04.2008. Sursa: DEX 98 … … Dicționar Român